- ψιλούρα
- η1) мелкий почерк; 2) мелочь, мелкие деньги
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ψιλούρα — η, Ν 1. τα ψιλά γράμματα 2. κέρματα μικρής αξίας, ψιλά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψιλός + κατάλ. ούρα (πρβλ. καψ ούρα)] … Dictionary of Greek
ψιλούρια — τα, Ν [ψιλούρα] τα ψιλικά … Dictionary of Greek
ψιλός — ή, ό / ψιλός, ή, όν, ΝΜΑ 1. αποψιλωμένος, απογυμνωμένος, ακάλυπτος 2. (ειδικά) φαλακρός 3. (για έδαφος) άδενδρος 4. φρ. «ψιλά σύμφωνα» γραμμ. τα άηχα κλειστά σύμφωνα κ, π, τ, κατά την εκφώνηση τών οποίων η γλωττίδα παραμένει κλειστή και δεν… … Dictionary of Greek